προμάθεια

προμάθεια
προμά̱θεια , προμήθεια
foresight
fem nom/voc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προμάθεια — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. προμήθεια …   Dictionary of Greek

  • προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”